επιπληκτικός — ή, ό επίρρ. ά που επιπλήττει, που του αρέσει να επιπλήττει, που γίνεται για επίπληξη, επικριτικός: Επιπληκτικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωμεπιρρίπτης — μωμεπιρρίπτης, ὁ (Μ) αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου, που κατακρίνει, αποδοκιμάζει ή και επιπλήττει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + ἐπιρρίπτω] … Dictionary of Greek
ονειδιστής — ὀνειδιστής, ὁ (Α) [ονειδίζω] αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι … Dictionary of Greek
στηλιτευτής — ὁ, Μ [στηλιτεύω] αυτός που στηλιτεύει, που επιπλήττει και κατακρίνει κάποιον με πολύ αυστηρό τρόπο … Dictionary of Greek
φιλεπίτιμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να επιπλήττει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐπιτιμῶ «ἐπιπλήττω»] … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek